-
1 περι-τίθημι
περι-τίθημι (s. τίϑημι), herumsetzen, -stellen, -legen, anziehen, beilegen, verleihen, τινί τι; Hom. nur in tmesi, wie man z. B. Od. 2, 3 περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ ϑέτ' ὤμῳ erklärt; med. sich aufsetzen, στέφανον περιϑέσϑαι, Eur. Med. 984; – περιϑεῖναι ἄλλῳ τέῳ τὴν βασιληΐην, Her. 1, 129. 3, 81; auch τὴν ἐλευϑερίην ὑμῖν περιτίϑημι, 3, 142; vgl. ἐμοὶ δὲ ἀτιμίαν περιέϑετε, Thuc. 6, 89; ἀντ' ἐλευϑερίας Μηδικὴν ἀρχὴν τοῖς Ἕλλησι περιϑεῖναι, auflegen, 8, 43; und eigentlich κυνέην τινί, Her. 2, 162; πιλίδια περὶ τὴν κεφαλην περιτιϑείς, Plat. Rep. III, 406 d; στέφανον σοὶ περιϑήσω, Alc. II, 151 a; med., σκευήν τινα περιϑέμενος, Crit. 53 d; – μέγεϑος τοῖς μικροῖς περιϑεῖναι, Isocr. 4, 9; τινὶ στρατηγίαν, Pol. 2, 36, 3; βασιλείαν, 4, 81, 4; τοῠτο περιτιϑέασιν οἱ συγγραφεῖς Ἀννίβᾳ, 3, 48, 4, sie schreiben es ihm zu; Luc. vrbdt τοιαῦτά σοι περιϑήσω τὰ γνωρίσματα, Somn. 11.
См. также в других словарях:
έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… … Dictionary of Greek